- οτρυντύς
- ὀτρυντύς, -ύος, ἡ (Α)παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπή («μηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τύς (πρβλ. ορχησ-τύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀτρυντύς — ὀτρῡντύ̱ς , ὀτρυντύς a cheering on fem acc pl ὀτρῡντύς , ὀτρυντύς a cheering on fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
ὀτρυντύι — ὀτρῡντύϊ , ὀτρυντύς a cheering on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρυντύν — ὀτρῡντύν , ὀτρυντύς a cheering on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)